Powered By Blogger

6/1/10

"Σε μια Αρένα που δεν έχει διαφυγή"

Σε μια Αρένα που δεν έχει διαφυγή…

Οι κερκίδες είναι γεμάτες. Οι φωνές ενώνονται στον αέρα, σαν ψίθυροι που δυναμώνουν λίγο πριν επιστρέψουν στη γη. Η πλατεία της Αρένας γεμάτη από δήθεν λαμπερούς αστέρες της κομμωτικής, στυλίστες, μακιγιέρ, μόδιστρους, κοπτοραπτούδες του Κολωνακίου, μάνατζερς και άλλες υψηλές ειδικότητες. Όλοι, καλλιτέχνες, αρτίστες. Πεταλουδίτσοι και πεταλουδίτσες της νύχτας και της μέρας, βουτηγμένοι μέσα στη δόξα, την έπαρση και την αλαζονεία. Συνήθως στέκονται όρθιοι για να φαίνονται από παντού και να δίνουν το στίγμα τους ενώ παράλληλα λικνίζονται στους ρυθμούς των ασμάτων. Μες στη καλή χαρά, με την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους γιατί έχουν τη δυνατότητα να μιλούν στον ενικό με κάποιους λαμπερούς καλλιτέχνες ή ακόμα να έχουν καταφέρει να προσπεράσουν όλη τη σειρά των σωματοφυλάκων και να έχουν πάει μέχρι το καμαρίνι τους. Τις περισσότερες φορές αυτοί οι θυρωροί που παριστάνουν τους σωματοφύλακες των καλλιτεχνών είναι βασιλικότεροι του βασιλέως και δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο για να γίνουν ακόμα πιο αρεστοί στους καλλιτέχνες. Όταν λοιπόν αυτοί οι δήθεν, καταφέρουν να περάσουν απ’ αυτές τις Συμπληγάδες, νιώθουν ότι πρόσθεσαν γαλόνια στη προσωπικότητά τους.
Τα μπροστινά τραπέζια είναι πιασμένα από τους πουρολάτρες που συναγωνίζονται μεταξύ τους, ποιος θα φουμάρει το μακρύτερο…Σε κάποια άλλα κάθονται αυτοί που τα πήραν από τη Siemens, δίπλα τους είναι ο άλλος που βούλιαξε μερικά βαπόρια για να βάλει στο χέρι την αποζημίωση και πιο πέρα ο ιδιοκτήτης του βαποριού απ’ τη Περσία που δε πιάστηκε στη Κορινθία. Συνήθως όλοι αυτοί λανσάρονται στα πρώτα τραπέζια με τις γκόμενες και επιδίδονται σε έναν ανηλεή λουλουδοπόλεμο για να κάνουν εφφέ.
Στα κέντρα διασκέδασης που υπάρχει λάμψη, τέτοιου είδους πελάτες θα βρείτε γιατί αυτοί έχουν απωθημένο να κλέψουν λίγη λάμψη και δόξα από τον καλλιτέχνη και να βγουν από την αφάνειά τους.
Υπάρχουν βέβαια και οι σωστοί γλεντζέδες αλλά αυτοί είναι λίγοι. Οι περισσότεροι ήταν νέοι που διασκέδαζαν με τα λεφτά του μπαμπά και έπιναν μέχρι τελικής πτώσεως.
Η σκηνή τεράστια, ανάλογη με το γηπεδικών διαστάσεων κέντρο. Η τεχνολογία έχει τη πρώτη λέξη σε φώτα και ήχο. Το σκηνικό σε προϊδεάζει ότι κάτι εντυπωσιακό θα δεις. Τα φώτα εναλλάσσονται και ο νεαρός καλλιτέχνης βγαίνει στη σκηνή ντυμένος μ’ ένα φανελλάκι με γουνάκια στους ώμους, σκουλαρίκι και το απαραίτητο τατουάζ.
Το όνομά του Γιώργος Σαμπάνης, καλλίφωνος και πολλά υποσχόμενος ερμηνευτής.
Μετά έρχονται οι Μπλε. Δυνατή μουσική, μπλε φώτα παντού και η Τζώρτζια στη σκηνή με φωνή αισθησιακή, εμφάνιση εκκεντρική, λίγο από πανκ, λίγο από ροκ και λίγο από ρόμπα.
Και έρχεται η ώρα της θεάς Άννας. Πριν βγει, παίζεται ένα βίντεο όπου υποδύεται δυο ρόλους και τον εαυτό της και είναι καλή σε όλους. Βέβαια, το κείμενο θα μπορούσε να ήταν καλύτερο, πιο έξυπνο και με χιούμορ για έχει μεγαλύτερη απήχηση στον κόσμο.
Όλοι κοιτούσαν περιμένοντας την Άννα να βγει χωρίς να σκάσει ούτε χειλάκι. Δε γέλασε κανείς γιατί δεν είχε ατάκες για γέλιο. Η αλήθεια είναι ότι δε τρελαθήκαμε με το βίντεο, όπως δε τρελαθήκαμε και με το άλλο βίντεο όπου συμμετείχε η Μπάρμπα με τη Μαγγίρα που κι αυτό δεν είχε κείμενο για να βαδίσουν οι ηθοποιοί. Νόμιζες ότι έλεγαν ότι τους κατέβαινε στο κεφάλι.
Βγαίνει η Άννα στη σκηνή, εντυπωσιακή και υπέροχη. Ένιωθες ότι και μόνο η παρουσία της έφτανε, δε χρειαζόταν καν να τραγουδήσει. Εκεί είπαμε ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο και ότι ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται.
Κατά τις 3 το πρωί ήρθε η ανώμαλη προσγείωση. Δεν έχω προσωπικά με τη κυρία που μας προσγείωσε. Μάλιστα, την εκτιμώ και τη σέβομαι σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη αρκεί να μη μπαίνει σε άγνωστα μουσικά χωράφια, σε διαφορετικό ρεπερτόριο γιατί είναι ευρέως γνωστό ότι έχει μια τάση να φαλτσάρει, να μη πατάει στις νότες. Εκείνο το βράδυ της 2ης Γενάρη, λες και ήταν πιωμένη. Εκτός από τη μαγκιά που έτρεχε από το μπατζάκι της και κρεμόταν από το κομπολόι της, ξεπέρασε το μέτρο κατά πολύ, βγήκε από τα όρια της ευπρέπειας, υποτίμησε τη νοημοσύνη του κοινού και έφτασε στη χυδαιότητα. Αφού έκανε πειράγματα στην Άννα για τα χαλούμια και τα κυπριακά της, έφτασε να τραγουδάει αισχρά τραγούδια όπως «ένα αρχίδι κι ένα μύδι κάνανε τον Αρχιμήδη» και τελείωσε με το «του μουνιού σου η χωρίστρα μας χαλάει την ορχήστρα». Είναι απορίας άξιον, πως μια καλλιτέχνιδα του επιπέδου της Βίσση ανέχεται και δέχεται αυτή τη χυδαιολογία στο πρόγραμμά της .
Αν θέλει όμως να εμπλουτίσει κι άλλο το ρεπερτόριό της, ας πάρει και μερικά από τα δικά μας τα Αθηναίικα «Είχαμε και λέγαμε και τον πουτσοκλαίγαμε» ή «Το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα κι αν θες να μάθεις, το κεφάλι μπαίνει πρώτα» και να τελειώσει με το «Τ’ αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως».
Και καλό είναι να μην το παίζει Ζαμπέτας γιατί ο Ζαμπέτας ήταν ένας, μοναδικός και ανεπανάληπτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: