«Όλοι σε φωνάζουν Αρχηγό…»
«Αττικός» ουρανός αστραπές δε φοβάται…Παρθενώνας, Ηρώδειο, Φιλοπάππου. Το τρίγωνο του πολιτισμού, της ιστορίας και του πνεύματος. Τρία σημεία αναφοράς του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Ανάμεσά τους ένα μπαλκόνι με θέα στον μύθο. Ένα ταξίδι στην εικονική πραγματικότητα. Ένα στέκι που σέβεται το περιβάλλον, τη τοποθεσία του, τη παράδοση. Ο «Αττικός» με τη Μίνα στο τιμόνι και τον Βασίλη στις μηχανές, φιλοξενεί στην ατμοσφαιρική του ταράτσα τους εραστές του φεγγαριού, τους οπαδούς του ρομαντισμού, τους λάτρεις των καλών γεύσεων. Όπως κάθομαι και απολαμβάνω την «ψευδαίσθηση», το βλέμμα μου πέφτει πάνω στα κλαδιά μιας θρασύτατης μουριάς που προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεπεράσει ακόμα και τον τρίτο όροφο που βρισκόμαστε για να κατακτήσει ίσως κι εκείνη, το καλύτερο οπτικό πεδίο προς τον Παρθενώνα. Μου είπανε ότι αυτή η μουριά είναι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, είναι στην αυλή του. Τότε ο νους μου ταξίδεψε σε μια άλλη μουριά, στη Συκαμινιά της Λέσβου που χάριζε τη σκιά της στον Στρατή Μυριβήλη για να γράψει τα ποιήματά του. Πριν ακόμα προλάβω να επιστρέψω από τον αυθόρμητο παραλληλισμό, μαθαίνω ότι ο ποιητής που τραγουδήθηκε όσο κανείς, που κατανοήθηκε όσο κανείς, που άγγιξε όσο κανείς, τον εργάτη , τον διανοούμενο, τον αγωνιστή, τη μάνα, τον νέο, συχνάζει σ’ αυτό το χώρο. Φαίνεται πως η τύχη ήταν μαζί μου εκείνο το βράδυ γιατί δε πέρασε πολλή ώρα και ο Λευτέρης καταφθάνει με τη παρέα του. Ασυναίσθητα, αρχίζω να σιγοψιθυρίζω τα τραγούδια του, αρχίζω να τα βάζω με την «Άπονη ζωή» κι αντάμα με τη «Φτωχολογιά» να στέκω σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά. Λέω τον πόνο μου στο Άγαλμα κι ορκίζομαι πως «δε θα ξαναγαπήσω». Θυμάμαι την Αριστοτέλους και την Αργυρώ, τη Μυρσίνη με τ’ άσπρα, τον Γιάννη το τρελό, τη Ρηνιώ που δε με θέλει και …γέλαγε η Μαρία. Μέσα σε τρία λεπτά, όσο κρατάει ένα τραγούδι, ένιωσα να περνάει από μπροστά μου το μισό ελληνικό τραγούδι κι ακόμη δεν είχα αρχίσει. Ίσως φταίει και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που όταν τη γνώρισα στα πρώτα μου καλλιτεχνικά βήματα, μου μιλούσε συνεχώς για τον Λευτέρη και μου έλεγε ότι «Όλους τους στιχουργούς τους αγαπώ αλλά με τον Παπαδόπουλο είμαι ερωτευμένη». Με τη γλύκα της Ευτυχίας να με πλημμυρίζει και με μια παράδοξη εφηβική ορμή, φώναξα τη κυρία Μίνα και τη ρώτησα, τι πιθανότητες έχω να μιλήσω στον Παπαδόπουλο. Εκείνη, με ευγένεια και διακριτικότητα, μου έδωσε να καταλάβω πως θα’ ταν καλύτερα να το αποφύγω. Έλα όμως που εγώ ένιωθα πως ίσως ήταν η τελευταία ευκαιρία για να ικανοποιήσω ένα από τα μεγαλύτερα απωθημένα μου και ήμουν αποφασισμένος να του μιλήσω κι ας με βρίσει…Στο κάτω-κάτω, λένε πως δεν έχει σημασία τι λένε για σένα αλλά ποιος το λέει. Χωρίς δεύτερη σκέψη και με μια βαθιά αναπνοή, σηκώθηκα και πήγα προς το τραπέζι του. Τον χαιρέτησα, εκφράζοντας την εκτίμηση και τον θαυμασμό μου στο έργο του και μετά από μια σύντομη συνομιλία επέστρεψα στο τραπέζι μου σχεδόν πετώντας. Τότε κοίταξα ψηλά και είπα «Έχεις δίκιο Ευτυχία, θα πιω απόψε το φεγγάρι!». Και για να του ανταποδώσω λίγο παραλλαγμένη τη φιλοφρόνηση, θα του πω «Να είσαι πάντα σε μεγάλη άνθηση Πρόεδρε…».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΡΝΕΛΗΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου