«Οι καλλιτέχνες δεν είναι ζητιάνοι. Έχουν ανεπτυγμένο το αίσθημα της περηφάνιας, της ανθρωπιάς και της ευαισθησίας»
Πρόσφατα, πέτυχα κάποια άρθρα στο διαδίκτυο που αναφέρονταν στις τιμητικές συντάξεις των καλλιτεχνών από το Υπουργείο Πολιτισμού. Διάβασα για μερικά ονόματα που κατάφεραν να πάρουν τη τιμητική σύνταξη των 800 ευρώ και για κάποια άλλα που το αίτημά τους θα επανεξεταστεί. Ανάμεσα στα δεύτερα ονόματα με έκπληξη διαπίστωσα ότι βρισκόταν το όνομα του Σταμάτη Κόκοτα. Αμέσως αναρωτήθηκα, για ποιο λόγο δίνει το Υπουργείο Πολιτισμού τη τιμητική σύνταξη στους παλαίμαχους καλλιτέχνες. Την δίνει διότι θέλει να τους τιμήσει εκ μέρους της Πολιτείας για το έργο τους στο χώρο της Τέχνης ή την δίνει γιατί θέλει να τους βοηθήσει οικονομικά; Αν δίνει το συμβολικό αυτό ποσό για να τιμήσει τους καλλιτέχνες για τη προσφορά τους στον ελληνικό πολιτισμό, τότε θα πρέπει να τιμηθούν όλοι οι καλλιτέχνες ανεξαρτήτως της οικονομικής τους κατάστασης. Αν όμως, δίνει αυτό το ποσό για να ενισχύσει οικονομικά τους «αδύνατους» καλλιτέχνες, τότε δε θα πρέπει να λέγεται Υπουργείο Πολιτισμού αλλά Υπουργείο Πρόνοιας και η τιμητική σύνταξη θα έπρεπε να λέγεται «οικονομική ενίσχυση απόρων καλλιτεχνών» ή «βοήθημα αναξιοπαθούντων καλλιτεχνών». Χρησιμοποιώντας τον όρο «τιμητική», θα πρέπει να τον εννοούμε και μάλιστα σε όλο του το μεγαλείο μιας και μιλάμε για Πολιτισμό. Δυστυχώς όμως η χορήγηση τιμητικής σύνταξης δεν περιορίζεται μόνο στη προσφορά και το έργο κάθε καλλιτέχνη αλλά απαιτεί και την οικονομική του ανέχεια. Αφού υποβάλλει στο Υπουργείο το βιογραφικό του, κατόπιν εξετάζεται ο φάκελός του από μια διορισμένη επιτροπή που κρίνει (με ποια κριτήρια άραγε;) το μέγεθος της προσφοράς του καλλιτέχνη και αναλόγως της κρίσης της, τον περνάει στη δεύτερη φάση. Στη δεύτερη φάση διαγράφονται όλα τα προηγούμενα και ισχύουν μόνο τα οικονομικά στοιχεία. Αν έχει εισόδημα πάνω από 25.000 δε δικαιούται τιμητική σύνταξη, άρα το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η σύνταξη δεν είναι τιμητική. Ή τιμάς έναν καλλιτέχνη ή δεν τον τιμάς. Δηλαδή, αν έχει δυο σπίτια και τα νοικιάζει για να ζήσει, παύει να είναι άξιος για να τον τιμήσει το κράτος; Αν παίρνει τη σύνταξη των 500 ευρώ από το ΙΚΑ, θεωρείται ότι ζει πλουσιοπάροχα ; Άρα, το κριτήριο για να δικαιούται ένας καλλιτέχνης τη σύνταξη είναι, να είναι μεγάλος και τρανός, να έχει τραγουδήσει από Σεφέρη μέχρι Ναζίμ Χικμέτ, να έχει παίξει από Σέξπηρ μέχρι Αισχύλο και παράλληλα να μην έχει στον ήλιο μοίρα τουλάχιστον για τα τρία τελευταία χρόνια. Θα’θελα να ρωτήσω τους αρμόδιους των τιμητικών συντάξεων και ιδιαίτερα την επιτροπή που αποτελείται και από συναδέλφους , ήταν λίγο για την Ελλάδα το «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη» του Ξαρχάκου ή τα «Γράμματα από τη Γερμανία» του Θεοδωράκη που ερμήνευσε ο Σταμάτης Κόκοτας με τη χαρισματική φωνή του. Δεν υπήρξε κατά κοινή ομολογία ένας από τους κορυφαίους τραγουδιστές της εποχής εκείνης; Ποιος δεν τραγούδησε τον «Ρωμηό» του Ζαμπέτα ή τον «Τρελό» του Σπανού. Ποιος δεν ερωτεύθηκε «στου Προφήτ’ Ηλία τα σοκάκια» και ποιος δε συγκινήθηκε από την ερμηνεία του στο «Γιε μου» του Καλδάρα. Δε γνωρίζω την οικονομική κατάσταση του Κόκοτα αλλά σίγουρα αν ήταν καλή, δε θα ζητούσε τη τιμητική σύνταξη. Όλοι δικαιούνται να τη πάρουν είτε έχουν είτε δεν έχουν. Τη δικαιούται και ο Τερζής αν τη ζητήσει, ασχέτως αν δεν την έχει ανάγκη. Επίσης τη δικαιούται και ο Νταλάρας και η Αλεξίου και όλοι όσοι προσέφεραν και προσφέρουν στο πολιτισμό. Κάποιοι καλλιτέχνες μπορεί να ήταν το ίδιο χαρισματικοί και ταλαντούχοι με τους άλλους αλλά ίσως είχαν μεγαλύτερη τύχη γιατί ας μη ξεχνάμε ότι «ένα γραμμάριο τύχης αξίζει περισσότερο από χίλιους τόνους σοφίας». Κάποιοι ίσως επέλεξαν έναν άλλο δρόμο, ίσως και ένα άλλο κόμμα και πολιτογραφήθηκαν ως έντεχνοι και ποιοτικοί. Για παράδειγμα πολλοί καλλιτέχνες ακολούθησαν το ΚΚΕ ή τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο δεν έχασαν αλλά κέρδισαν την εύνοια των πολιτικών, των διανοουμένων και γενικά των ανθρώπων του κατεστημένου. Επέλεξαν ένα ρεπερτόριο που να μη περιλαμβάνει τη λέξη «σ’ αγαπώ» που θεωρείται εμπορική και «υποκουλτούρα» και βαφτίζοντας τα τραγούδια τους προοδευτικά, κατέκλυσαν ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και πήραν του κόσμου τις συναυλίες . Κάνει μια συναυλία ο Τσακνής ή ο Μαχαιρίτσας και έχει ο καθένας πενήντα φιλικές συμμετοχές με τα πρώτα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού. Αν κάνει ο Κόκοτας μια συναυλία, αμφιβάλλω αν θα πάει κανένας. Δυστυχώς στην Ελλάδα ο καλλιτέχνης έχει να αντιμετωπίσει και τα κομματικά κριτήρια γι αυτό μόλις ξεκινάει το τραγούδι πρέπει να επιλέγει σε ποια πλευρά θα πάει. Αν πάει στην έντεχνη και προοδευτική πλευρά, ακόμα και άφωνος να είναι θα έχει πάντα δουλειά και απήχηση στους επονομαζόμενους «κουλτουριάρηδες» και στους δήθεν. Αν πάει στην εμπορική πλευρά και του κολλήσουν και τη ρετσινιά του συντηρητικού, θα φτύσει αίμα.
Ο πολιτισμός της Ελλάδας έχει μείνει ακόμα στο «ο λαός δε ξεχνά τι σημαίνει δεξιά» και «δε θα περάσει ο φασισμός». Αν δεν είσαι ο βασανισμένος λαός που δε ξεχνά τον Ωρωπό, αν δεν ήσουν «στη ταράτσα την ώρα που χτυπούσαν τον Αντρέα» μη περιμένεις να αναγνωρίσουν τη προσφορά σου σ’ αυτή τη χώρα. Σε όλους τους κλάδους υπάρχουν οι τιμημένοι και οι υπερτιμημένοι. Οι πρώτοι είναι οι χαρισματικοί, οι δεύτεροι είναι οι τυχεροί. Αλίμονο σ’ εκείνους που δεν ανήκουν σε καμία κατηγορία από τις δύο και «φεύγουν» μόνοι, ξεχασμένοι και αβοήθητοι σε κάποια τρώγλη.
Ο προοδευτισμός πάντα «πουλούσε» και «πουλάει». Δε χρειάζεται να τον πιστεύεις, αρκεί να τον δείχνεις. Είναι αλήθεια ότι ανοίγει όλες τις πόρτες.
«ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ»
Το αίτημα του Σταμάτη Κόκοτα για τιμητική σύνταξη βρίσκεται στη φάση της επανεξέτασης. Το Υπουργείο του απάντησε ρητά «μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα τη πόρτα, να σ’ ακούσω δε μπορώ» και προς το παρόν η σύνταξη φαντάζει σαν «ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό». Ίσως να ζήτησε να δει τον υπουργό κι εκείνος αρνήθηκε λέγοντάς του «πες πως μ’ αντάμωσες μια νύχτα σ’ ένα όνειρο». Πώς να πάρει σύνταξη όταν ερμηνεύει «Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά» όταν η Αθήνα κατοικείται πια από όλες τις φυλές του Ισραήλ. Που πάει να ζητήσει σύνταξη «ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη» όταν οι απεργοί δεν αφήνουν κανέναν ν’ ανεβεί στην Ακρόπολη.
«Βρήκα στο δρόμο κάτι παιδιά και τα ρώτησα
πότε σύνταξη θα πάρω, γλυκιά μου Πειραιώτισσα»
«Κόκοτα, μου είπαν μη πικραίνεσαι πολύ
σύνταξη θα πάρεις αλλά θ’ αργήσεις πολύ».
Τραγουδάει για τη Πειραιώτισσα αντί να τραγουδήσει για την Αθηναία που τα τραβάει όλα όταν καίγεται η Αθήνα. Ο Πειραιάς δε κάηκε ποτέ. Και δε σταματάει εκεί. Λέει παρακάτω «στη Κρήτη και στη Μάνη θα βγουν οι πολισμάνοι σε πολιτείες και χωριά» και ανάβουν τα αίματα όλων. Τους έρχονται στο μυαλό τα μαχαίρια και οι βεντέτες και κουμπώνεται πιο πολύ η επιτροπή. Όταν μετά από όλα αυτά ακούει και «Γιε μου, τι περιμένεις πε μου», τότε είναι που της γυρίζουν τελείως τα μυαλά. Σου λέει, αυτός έχει γιο να τον γηροκομήσει, τη σύνταξη τι τη θέλει; Θα φταίει λοιπόν ο Κόκοτας να γίνει «της γειτονιάς τους ο τρελός» και να πάρει με το έτσι θέλω αυτό που του ανήκει δηλαδή την τιμή που του χρωστάει το κράτος και ο πολιτισμός;
Η πρότασή μου είναι,όλοι οι καλλιτέχνες που έχουν βάλει ένα λιθαράκι στο Πολιτισμό, πλούσιοι ή φτωχοί, να τύχουν της τιμητικής σύνταξης από το Κράτος ή αλλιώς ας καταργήσουν το θεσμό και να πάρουν πίσω όλες τις συντάξεις που δώσανε, όχι όσοι πήρανε, πήρανε...Ας βρουν άλλο τρόπο για να τιμήσουν τους καλλιτέχνες, ίσως με πιο φιλανθρωπικό χαρακτήρα...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου