«Νυν και αεί…»
Ο χρόνος σταμάτησε. Ο χώρος μίλησε. Οι άνθρωποι σώπασαν. Ο χορός των αισθήσεων άρχισε. Το παλιό οινοποιείο του Καμπά στη Παλλήνη άναψε τις μηχανές του, αυτή τη φορά όχι για να βγάλει το φημισμένο του κρασί αλλά για να πλημμυρίσει με μελωδίες μυθικές το Κυριακάτικο βράδυ της 19 Σεπτέμβρη.
Ο καιρός σίγησε. Ο Θεός ενέκρινε και ο Σταύρος Ξαρχάκος ανέβηκε στο βάθρο.
Λίγα δευτερόλεπτα νεκρικής σιωπής και η θύελλα της μουσικής άνοιξε τους ασκούς της ποίησης , πατώντας το κατώφλι του Νίκου Γκάτσου. Η πατρίδα της αμφισβήτησης, της αμφιβολίας και της υποτίμησης , ξαφνικά «μεγάλωσε», «ανέβηκε», «ψήλωσε» και έφτασε μέχρι τον ξάστερο ουρανό που ήταν σύμμαχος σ’ όλη τη διάρκεια του μαγικού ταξιδιού. Ο μαέστρος, ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού χαμογέλασε γλυκά στο ακορντεόν, ζήτησε υπακοή από τα κλαρίνα, αγριοκοίταξε λίγο τα πιάνα, κάρφωσε το βλέμμα του στη κιθάρα, σήκωσε το χέρι του νευρικά στη ντραμς και δάμασε σαν έμπειρος γητευτής, τον ατίθασο ήχο των μπουζουκιών. Οι ανάσες κόβονταν η μία μετά την άλλη. Η νύχτα, υποταγμένη στη γοητεία των ήχων, παγιδεύτηκε στο «Δίχτυ» που απλώθηκε μπροστά της. Με «μάτια βουρκωμένα» τα αστέρια παρατάχθηκαν γύρω από το Θεό που «έβαζε σημάδι, παλικάρι στα Σφακιά». Τα βλέφαρα σταμάτησαν να ανοιγοκλείνουν για να μη χάσουν ούτε μια στιγμή από την υπόκλιση της μουσικής στη ποίηση ή μήπως της ποίησης στη μουσική; Ο κόσμος, απρόσμενα προσηλωμένος, σαν σε συγκέντρωση κάποιου δεινού μύστη, ένωσε το χαμόγελό του με τον Γκάτσο και σιγοτραγούδησε με τον Μάνο το «χάρτινο φεγγαράκι» τους όπως δεν το είχαν ξανακούσει, όπως δεν το είχαν ξαναδεί. Ο πύρινος προβολέας του Σταύρου Ξαρχάκου διαπέρασε τα πετρώματα με σπάνιο σεβασμό, με άγνωστη ταπεινότητα, με πρωτόγονη σεμνότητα που μόνο οι κορυφαίοι διαθέτουν. Οι θεατές λύγισαν υπό το βάρος της συγκίνησης και αφού εξάντλησαν και τα τελευταία αποθέματα ψυχικής έντασης, δώρισαν κομμάτια από το υστέρημα της αδρεναλίνης τους σ’ εκείνον που προσευχήθηκε «να’ χουν τον ήλιο συντροφιά, στη συννεφιά». Ξαφνικά, τα στόματα άνοιξαν, οι γλώσσες λύθηκαν και ακούστηκαν χαρμόσυνες φωνές, τόσο αρμονικές, τόσο διατεταγμένες, κάτι σα χορωδία αγγέλων, να ψάλλουν «Θα’ ρθει άσπρη μέρα και για μας». Η Έλλη Πασπαλά, με τη λιτή, αισθαντική ερμηνεία της σήκωσε στις πλάτες της το βαρύ και απαιτητικό φορτίο με συνέπεια και αξιοπρέπεια. Το τοπίο αλλάζει. Η εικόνα γίνεται πιο ωχρή ώσπου παγώνει κάπου στο ’83, στην εποχή του «Ρεμπέτικου». Η σκηνή παίρνει φωτιά, «καίγεται»… Ο Ξαρχάκος διευθύνει. Με χέρια τεντωμένα σα σπαθιά που θέλουν να κόψουν τη γη στα δυο και με μια ασυγκράτητη ορμή, ρίχνεται στη μάχη. Η σκηνή θρυμματίζεται, η ψυχή σωριάζεται μπροστά «στο πρακτορείο, θολό και κρύο»…Κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές και το ταξίδι σαν άγριο φίδι, γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές…
Ο επίλογος πλησιάζει και η «παγωμένη σπίθα» γίνεται πυρκαγιά. Τα χειροκροτήματα δυναμώνουν. Αρχίζουν σιγά-σιγά να σηκώνονται όλοι όρθιοι, για να τιμήσουν και να τιμηθούν. Ανάμεσά τους και ο Δημήτρης Ρίζος που ξέρει να τιμά τους καλλιτέχνες. Θα είσαι «νυν και αεί, μες στη ζωή μας» κύριε Σταύρο Ξαρχάκο….
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΡΝΕΛΗΣ
26/9/10
"ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΚΥΡ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ..."
Στις 17 Σεπτεμβρίου 2010 στα δικαστήρια της Ευελπίδων, κτίριο 7 αίθουσα 3, έγινε η δίκη με αριθμ. 11 για συκοφαντική δυσφήμιση. Κατηγορούμενος ήταν ο κ. Φ και μηνυτής ο κ. Λ. Τη στιγμή που εξελισσόταν η δίκη και ο δικηγόρος έδωσε στη Πρόεδρο τη κατάθεση του εκλιπόντος μάρτυρα ,να διαβάσει μεγαλοφώνως , η Πρόεδρος όταν έφτασε στις επίμαχες λέξεις που είπε ο κατηγορούμενος προς τον μηνυτή «εγώ είμαι αρχιδάτος, παντελονάτος και θα σε γαμήσω απατεώνα», δε μπόρεσε να τις εκφωνήσει, δεν της το επέτρεψε το επίπεδό της, η μόρφωσή της, η καλλιέργειά της. Τις είπε μισές, το νόημα όμως βγήκε. Όπως φαίνεται όμως, ο εισαγγελέας της έδρας δεν ήταν «παρών» στη δίκη που γινόταν εκεί. Μάλλον είχε μεταφερθεί στην Επίδαυρο και παρακολουθούσε τη Λυσιστράτη. Έτσι λοιπόν οι ύβρεις που εκτόξευσε ο κατηγορούμενος προς τον μηνυτή μπροστά σε τρίτους, νόμισε ότι ειπώθηκαν σε θεατρική παράσταση και όχι σε αληθινό επεισόδιο γι αυτό και έβγαλε αθωωτική απόφαση. Σε προηγούμενη δίκη του κατηγορούμενου για την ίδια υπόθεση, με τις ίδιες κατηγορίες που διεξήχθη στις 9 Φεβρουαρίου 2010, ο εισαγγελέας που ήταν τότε στην έδρα, φαίνεται πως είχε μελετήσει σε βάθος την υπόθεση και ήταν τόσο αναλυτικός στην αγόρευσή του, άγγιζε τα θέματα με λεπτομέρεια, διαχώριζε τα γεγονότα με αντικειμενικότητα και αμεροληψία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος εξύβρισης και του επέβαλλε ποινή πέντε μηνών. Πως γίνεται ,δύο εισαγγελείς να κρίνουν την ίδια υπόθεση με τελείως διαφορετικά κριτήρια που σημαίνει ότι την άποψή τους χαρακτηρίζει η υποκειμενικότητα. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω ή να κρίνω δικαστικές αποφάσεις, εύλογα μου δημιουργείται η απορία, πως μια υπόθεση μπορεί να κριθεί τόσο αντίθετα από δυο διαφορετικούς δικαστές. Φαίνεται πως σ’ ένα μεγάλο μέρος της η δικαιοσύνη είναι τυφλή, κουφή, μεροληπτική και αστοχεί επικινδύνως. Όταν ο πολίτης καταφεύγει στο δικαστήριο για να βρει το δίκιο του και βρίσκεται αντιμέτωπος με εισαγγελείς σαν αυτόν που αθώωσε τον κατηγορούμενο χωρίς επιχειρήματα, τότε δυστυχώς οδηγείται να λύνει τις διαφορές του εκτός δικαστηρίων αποφεύγοντας και τις αδικίες αλλά και τα έξοδα από τις αμέτρητες αναβολές.
9/9/10
"ΤΗΣ ΑΜΥΝΗΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ..."
Τον εθυμάσαι φίλε μου τον υπουργό εκείνο,
Που περπατούσε κορδωτός σα να’ τανε κλαρίνο
Που δυο φορες πρωθυπουργός εκόντεψε να γίνει,
Μα είκοσι χρόνια υπουργός κατάφερε να μείνει;
Που άλλος στη κυβέρνηση δεν είχε κύρος όμοιο
Και του’ καναν υποδοχή σε κάθε αεροδρόμιο;
Που με βαρύγδουπες μακρές τις φράσεις του, μιλούσε
Και δεν εκαταλάβαινε κανείς τι εννοούσε;
Αυτόν τον μέγα υπουργό και τον πρωτοκλασσάτο
Τον είδα χθες να σέρνεται με το κεφάλι κάτω.
Έτσι σκυφτός, περίλυπος το δάχτυλο κινούσε
Κι εκείνους που αποκάλυψαν τις μίζες του, απειλούσε.
Γιατί σαν ήταν υπουργός δεχότανε δωράκια
Κι αγόραζε πανάκριβα εδώ κι εκεί σπιτάκια.
Φτωχός πολύ και άνεργος στο κοινοβούλιο μπήκε
Κι απ’ το πολύ το δούλεμα τετράπλουτος εβγήκε.
«Εμείς πλέον δεν είμαστε μ’όλους τους άλλους ίσοι»
Και ένα γάμο με «μικράν» τον κάνει στο Παρίσι.
Ο δικαστής ρωτήθηκε εάν θα τονε πιάσει
Κι όπως κάθε άλλονε κοινό πολίτη θα δικάσει.
Δικαστής: Είσαι καλά ρε φίλε μου, με αίσθημα ευθύνης;
Πιάνεται τέτοιος άνθρωπος και υπουργός αμύνης;
Μπορεί κανένα πύραυλο στη κατοχή του να’χει
Κι εγώ μ’ αυτή τη πέννα μου θα παραβγώ στη μάχη;
Που περπατούσε κορδωτός σα να’ τανε κλαρίνο
Που δυο φορες πρωθυπουργός εκόντεψε να γίνει,
Μα είκοσι χρόνια υπουργός κατάφερε να μείνει;
Που άλλος στη κυβέρνηση δεν είχε κύρος όμοιο
Και του’ καναν υποδοχή σε κάθε αεροδρόμιο;
Που με βαρύγδουπες μακρές τις φράσεις του, μιλούσε
Και δεν εκαταλάβαινε κανείς τι εννοούσε;
Αυτόν τον μέγα υπουργό και τον πρωτοκλασσάτο
Τον είδα χθες να σέρνεται με το κεφάλι κάτω.
Έτσι σκυφτός, περίλυπος το δάχτυλο κινούσε
Κι εκείνους που αποκάλυψαν τις μίζες του, απειλούσε.
Γιατί σαν ήταν υπουργός δεχότανε δωράκια
Κι αγόραζε πανάκριβα εδώ κι εκεί σπιτάκια.
Φτωχός πολύ και άνεργος στο κοινοβούλιο μπήκε
Κι απ’ το πολύ το δούλεμα τετράπλουτος εβγήκε.
«Εμείς πλέον δεν είμαστε μ’όλους τους άλλους ίσοι»
Και ένα γάμο με «μικράν» τον κάνει στο Παρίσι.
Ο δικαστής ρωτήθηκε εάν θα τονε πιάσει
Κι όπως κάθε άλλονε κοινό πολίτη θα δικάσει.
Δικαστής: Είσαι καλά ρε φίλε μου, με αίσθημα ευθύνης;
Πιάνεται τέτοιος άνθρωπος και υπουργός αμύνης;
Μπορεί κανένα πύραυλο στη κατοχή του να’χει
Κι εγώ μ’ αυτή τη πέννα μου θα παραβγώ στη μάχη;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)